ἄτη

ἄτη
ἄτη (ἀάω): ruinous mischief, ruin, usually in consequence of blind and criminal folly, infatuation; ἦ με μαλ' εἰς ἄτην κοιμήσατε νηλέι ὕπνῳ (addressed to the gods by Odysseus; while he slept his comrades had laid hands on the cattle of Helius), Od. 12.372, cf. Il. 2.111, Il. 8.237 ; τὸν δ' ἄτη φρένας εἷλε, ‘blindness’ (cf. what follows, στῆ δὲ ταφών: Patroclus stands dazed by the shock received from Apollo), Il. 16.805 ; εἵνεκ' ἐμεἶο κυνὸς καὶ Ἀλεξάνδρου ἕνεκ ἄτης (said by Helen), Il. 6.356; pl., ἐμὰς ἄτᾶς κατέλεξας, Il. 9.115, Κ 3, Il. 19.270. The notions of folly and the consequences of folly are naturally confused in this word, cf. Il. 24.480, and some of the passages cited above.— Personified, Ἄτη, Ate, the goddess of infatuation, πρέσβα Διὸς θυγάνηρ Ἄτη, ἣ πάντας ἀᾶται, Il. 19.91 (see what follows as far as v. 130, also Il. 9.500 ff.).

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ἄτη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄτῃ — Ἄτη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άτη — I Θεότητα, προσωποποίηση του ασυγκράτητου πάθους, που προκαλούσε αποστροφή σε θεούς και ανθρώπους, κόρη του Δία και της Έριδας. Η Ά. προκάλεσε παρεξήγηση μεταξύ Αγαμέμνονα και Αχιλλέα, καθώς και μεταξύ Οδυσσέα και Αίαντα. Αυτή παρέσυρε την Ελένη… …   Dictionary of Greek

  • ἄτη — ἄ̱τη , ἄτη bewilderment fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄτῃ — ἄ̱τῃ , ἄτη bewilderment fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐργύα, πάρα δ’ἄτη. — ἐργύα, πάρα δ’ἄτη. См. Поручился, продался …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἄται — Ἄτη fem nom/voc pl Ἄτᾱͅ , Ἄτη fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄτηι — Ἄτῃ , Ἄτη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγγελικάτος — άτη, άτο ωραίος σαν άγγελος, κομψός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγελικός + παραγ. κατάληξη άτος] …   Dictionary of Greek

  • πανοπλότατος — άτη, ον, Α πάρα πολύ νέος, νεώτατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὁπλότατος «νεώτατος» (< ὅπλον)] …   Dictionary of Greek

  • πανυπέρτατος — άτη, ον, Α 1. ο ανώτατος όλων («μεγέθει πανυπέρτατος», Αριστοτ.) 2. αυτός που βρίσκεται στο έσχατο σημείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὑπέρτατος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”